δακτυλοβάμονα — τα (ζωολ.), τα ζώα που βαδίζουν στα δάχτυλα: Ο σκύλος ανήκει στα δακτυλοβάμονα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
δακτυλοβάμων — ( ονος), ον 1. όποιος βαδίζει στα δάχτυλα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δακτυλοβάμονα κατηγορία θηλαστικών τα οποία βαδίζουν στηριζόμενα στα δάκτυλα (αίλουρος, σκύλος κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + βάμων < βαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873… … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
λιτόπτερνα — Υπόταξη θηλαστικών που έχει εκλείψει. Η υπόταξη αυτή ανήκει στα ευθήρια, που έζησαν από την παλαιόκαινο έως την πλειστόκαινο εποχή του καινοζωικού αιώνα. Ήταν δακτυλοβάμονα, οπληφόρα ζώα με ένα, τρία ή πέντε δάχτυλα. Η γενική τους μορφολογία… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
πελματοβάμονα — Ονομάζονται έτσι τα ζώα που κατά το βάδισμα στηρίζουν στο έδαφος ολόκληρο το πέλμα του ποδιού, περιλαμβανομένου του ταρσού και του καρπού (για παράδειγμα, οι Μουστελίδες και οι Αρκτίδες). Γενικά για ό,τι αφορά στη χρήση του τελευταίου τμήματος… … Dictionary of Greek
τυλόπους — ουν, Ν (λόγιος τ.) 1. (για ζώα) αυτός που έχει ογκώδες τύλωμα στο οπίσθιο άκρο τού πέλματός του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλόποδα (ζωολ. παλαιοντ.) υπόταξη αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, συγγενική με την υπόταξη μηρυκαστικά, με δακτυλοβάμονα είδη … Dictionary of Greek